Η ψυχοθεραπεία αποτελεί μία θεραπευτική παρέμβαση όπου δύο μέρη, ο ψυχοθεραπευτής και ο θεραπευόμενος (ενίοτε οι θεραπευόμενοι) συμμετέχουν ενεργά σε ένα οριοθετημένο πλαίσιο διαλόγου.
Η συνομιλία αυτή δεν αποτελεί μία ανταλλαγή απόψεων γύρω από ένα πρόβλημα αλλά μία επιστημονικά συντονισμένη διεργασία ανάκλησης, επεξεργασίας και διαχείρισης σημαντικών ζητημάτων που φέρνει το άτομο.
Η επαγγελματική συμπεριφορά ενός ειδικού είναι επιβεβλημένη και αφορά μεταξύ άλλων στην τήρηση των ορίων και στο σεβασμό της προσωπικότητάς του θεραπευόμενου. Η δεοντολογία δεν αποτελεί επιλογή από πλευράς ψυχοθεραπευτή αλλά προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος που θα διευκολύνει την έκθεση και την προσωπική αλλαγή.
Όταν ένα άτομο αντιμετωπίζει ένα ζήτημα που το δυσκολεύει ένα χρονικό διάστημα, μπορεί να σκεφτεί να επισκεφτεί ένα ψυχολόγο. Η επιθυμία του μπορεί να αφορά σε μία μεμονωμένη επίσκεψη, σε λίγες συναντήσεις ή στην έναρξη μίας ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας.
Οι τρεις παραπάνω θέσεις διαφέρουν η μία από την άλλη. Ένα γεγονός, το οποίο θα προκαλέσει στο άτομο αρνητικά συναισθήματα ίσως λειτουργήσει ως αφορμή αναζήτησης βοήθειας – ωστόσο αυτό δεν συνεπάγεται ότι εκείνο είναι έτοιμο να δεσμευτεί σε μία μακροχρόνια ψυχοθεραπευτική δουλειά, στοχεύοντας σε αλλαγές στον τρόπο σκέψης και δράσης.
Ανάλογα με την ετοιμότητα και τα αποθέματα, ένας άνθρωπος επιλέγει τι χρειάζεται περισσότερο στο εδώ και τώρα.
Ένα άτομο μπορεί να αναζητήσει ψυχοθεραπεία επειδή αντιλαμβάνεται σε ένα βαθμό ότι δε μπορεί να διαχειριστεί μία κατάσταση με τον συνηθισμένο, ως εκείνη τη στιγμή, τρόπο.
Η αναζήτηση ψυχολογικής βοήθειας μπορεί να μοιάζει, αρχικά, ως αποτυχία του ατόμου να βοηθήσει αποτελεσματικά τον εαυτό του. Αυτή η θεώρηση συχνά συνδέεται με το φόβο απέναντι στο άγνωστο και στην αλλαγή.
«Ζητάω βοήθεια δεν σημαίνει τα παρατάω. Σημαίνει: δεν τα παρατάω με τίποτα» (Απόσπασμα από το Mackesy, C. (2023), Το αγόρι, ο τυφλοπόντικας, η αλεπού και το άλογο, Αθήνα: Παπαδόπουλος).
Ο στοχασμός και η αναγνώριση των πιθανών αιτιών ενός προβλήματος δεν συνεπάγεται μετακίνηση ούτε αλλαγή. Για παράδειγμα, η συνειδητοποίηση από ένα άτομο ότι δεν οδηγεί επειδή αποθαρρύνθηκε από ένα οικείο πρόσωπο ή ένα τροχαίο συμβάν δεν είναι επαρκής για να αλλάξει στάση απέναντι στο πρόβλημα αυτό.
Η διαδικασία της αλλαγής συντελείται μέσω και νοητικής και συναισθηματικής επεξεργασίας. Το γνωστικό σύστημα και τα συναισθήματα συνεργάζονται για τη λήψη μίας απόφασης – όταν αυτό δεν συμβαίνει, το άτομο βρίσκεται στη συνθήκη του «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα». Η ψυχοθεραπεία αποτελεί μία διαδικασία ενοποίησης των γνωστικών και των συναισθηματικών μερών.
Η ψυχοθεραπεία βοηθάει ένα άτομο στην επίλυση εσωτερικών συγκρούσεων, στην αντίληψη μη γνώριμων πλευρών του εαυτού, στη διαχείριση τραυματικών εμπειριών, στη διεκδίκηση, στην ανοχή και στη διαχείριση πιο έντονων συναισθημάτων αναφορικά με την εγγύτητα και την απόσταση.
Μέσα από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία, αυξάνεται η επίγνωση και η συναισθηματική κατανόηση. Απόρροια είναι η αντικατάσταση ακούσιων και συχνά επώδυνων συμπεριφορών, με συνειδητές, εκούσιες επιλογές.
Στην ψυχοθεραπεία, η ακολουθία και η σταθερότητα έχουν αξία. Ο χρόνος είναι προκαθορισμένος και συνεπής, διαμορφώνοντας ένα συγκροτημένο πλαίσιο όπου το άτομο μπορεί να εμπιστευτεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.
Η ψυχοθεραπευτική διαδικασία πραγματοποιείται σε εβδομαδιαία συχνότητα.
Η διαδικασία της ψυχοθεραπείας ολοκληρώνεται αρμονικά και προγραμματισμένα. Τόσο ο θεραπευτής όσο και ο θεραπευόμενος αναγνωρίζουν την ύπαρξη σημαντικών αλλαγών στη νοοτροπία και στη συμπεριφορά σε σχέση με το παρελθόν. Ο θεραπευόμενος αισθάνεται ικανοποιημένος με την πορεία του στην ψυχοθεραπεία και είναι ενθουσιώδης για τα επόμενα βήματα.
Ένα άτομο μπορεί να απευθυνθεί για ψυχοθεραπεία σε έναν ψυχολόγο, απόφοιτο πανεπιστημιακού τμήματος ψυχολογίας ή σε έναν ψυχίατρο. Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην ψυχολογία ή στην ψυχιατρική αποτελεί αναγκαία βάση για να υπάρξει στη συνέχεια η εξειδίκευση σε μία ψυχοθεραπευτική προσέγγιση τριετούς τουλάχιστον φοίτησης.
Οι τίτλοι του ‘σύμβουλου ψυχικής υγείας’ ή του ‘ψυχοθεραπευτή’ δεν συνδέονται απαραίτητα με επαρκή επιστημονική κατάρτιση και κλινική εμπειρία.